αμανετζής

αμανετζής
ο
πληθ. -ήδες, θηλ. -ού αυτός που τραγουδά αμανέδες ή οποιοδήποτε τραγούδι το τραγουδά σαν αμανέ: Πίστευε πως ήταν μεγάλος καλλιτέχνης ο μέτριος αυτός αμανετζής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμανετζής — ο (θηλ. ού) αυτός που τραγουδά αμανέδες (ευκαιριακά ή κατ’ επάγγελμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. emanetci] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”